- μοσχοφάγος
- μοσχοφάγος, -ον (Α)1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοιονομασία φυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ., ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού εσθίω), πρβλ. ιππο-φάγος, καπρο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.